δοκός

δοκός
δοκός
Grammatical information: f.
Meaning: `bearing-beam' (Il.).
Other forms: late also m.
Derivatives: δοκίς (Hp.), δοκίον (Arist., Delos IVa), δοκίδιον (Harp.). - δοκίας (Phlp.), δοκεύς (Heph. Astr.) name of a comete (like δοκός, δοκίς; Scherer Gestirnnamen 107). - δοκώδης `like a beam' (gloss.). - δοκόομαι `be fitted with beams' (Pap., S. E.) with δόκωσις (LXX). - From δοκός also δόκανα n. pl. name of two upricht beams constructed with a cross-beam (Plu.), δοκάναι αἱ στάλικες, αἷς ἵσταται τὰ λίνα, η κάλαμοι H., i. e. `beams for hunting-nets'; cf. names in -ανον, -άνη in Schwyzer 489f., Chantr. Form. 198f.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: To δέκομαι as agent noun, so "who\/which takes over (the covering)". Benveniste, Rev. de phil. 58, 127, thinks that δοκός, δόκανα are Pre-Greek.
Page in Frisk: 1,406

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δοκός — bearing beam masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής …   Dictionary of Greek

  • δόκω — δόκος masc nom/voc/acc dual δόκος masc gen sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκούς — δοκός bearing beam masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκον — δόκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκῳ — δόκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”